πύκνωμα

πύκνωμα
το, ΝΑ [πυκνῶ]
1. το να είναι κάτι πυκνό, δηλ. δασύ ή άφθονο («τὸ πύκνωμα τῶν τριχῶν ἀποψιλῶν», Αλκίφρ.)
2. συμπύκνωση, σύμπτυξη
αρχ.
1. πυκνό ύφασμα, πίλημα
2. συμπίεση, σύνθλιψη
3. στον πληθ. τὰ πυκνώματα
μουσ. συμπυκνωμένοι ή πολλαπλοί ή συνεχώς επαναλαμβανόμενοι φθόγγοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πύκνωμα — thick cloth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώμασι — πύκνωμα thick cloth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώμασιν — πύκνωμα thick cloth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώματα — πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώματι — πύκνωμα thick cloth neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώματος — πύκνωμα thick cloth neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνώματ' — πυκνώματα , πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc pl πυκνώματι , πύκνωμα thick cloth neut dat sg πυκνώματε , πύκνωμα thick cloth neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • πύκνωση — πύκνωση, η και πύκνωμα, το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πυκνώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”